- πλακουντοφόρα
- Ζωοτόκα θηλαστικά, στα οποία το έμβρυο αναπτύσσεται στη μήτρα της μητέρας και συνδέεται με τους ιστούς μέσω του πλακούντα. Το όργανο αυτό, που χαρακτηρίζεται από το πλήθος των αγγείων του, χρησιμεύει για τις τροφικές ανταλλαγές, την αναπνοή και τις εκκρίσεις μεταξύ μητέρας και εμβρύου. Η κύηση έχει διαφορετική διάρκεια στις διάφορες συστηματικές ομάδες: π.χ. πολλούς μήνες στα π. μεγάλων διαστάσεων και μερικές εβδομάδες σε εκείνα των μικρότερων. Ο αριθμός των νεογέννητων σε κάθε τοκετό ποικίλλει από το ένα, στα πιο μεγάλα και πιο εξελιγμένα πλακουντοφόρα, μέχρι πάνω από δέκα. Τα μικρά γεννώνται σε στάδιο προχωρημένης ανάπτυξης.
Στα π. –που λέγονται και ευθήρια ή μονοδελφή– ανήκουν όλα τα θηλαστικά, εκτός από τα μονοτρήματα, που είναι ωοτόκα, και τα μαρσιποφόρα.
* * *τα, Νζωολ. άλλη ονομασία για τα ευθήρια.
Dictionary of Greek. 2013.